Τα κόκκινα μούρα (Vaccinium vitis-idaea, lingonberry ή cowberry) είναι συγγενές είδος με το κοινό μύρτιλλο και ευδοκιμούν στη Βόρεια Ευρώπη και τη Νότια Αμερική αλλά καλλιεργούνται και σε ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ. Το φρούτο είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στις σκανδιναβικές χώρες και μπορεί επίσης να μειώσει τη χοληστερόλη και τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Στην Ελλάδα τα βρίσκουμε μόνο σε βουνά της βορειανατολικής χώρας (Μπέλες, Φαλακρό, Ροδόπη). Τα συγκεκριμένα μούρα μοιάζουν με πολύ μικρά ρόδια, έχουν γλυκόξινη γεύση ενώ αναδίδουν άρωμα πεύκου και κέδρου.Το Lingonberry (είδος μούρου) έχει χρησιμοποιηθεί παλαιόθεν στην λαϊκή ιατρική ως αντισηπτικό και διουρητικό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι πλούσιο σε βιταμίνες και ενεργά συστατικά που έχουν ευεργετικά αποτελέσματα ειδικά στο ουρογεννητικό σύστημα.
Η πλούσια περιεκτικότητα τους κυρίως σε πολυφαινόλες και άλλα αντιοξειδωτικά συστατικά τα καθιστά ιδιαίτερως ελκυστικά στο ερευνητικό κοινό και οι ερευνητικές μελέτες πάνω στα lingonberries είναι αρκετές.
Εκτός όμως από το υψηλό ποσοστό πολυφαινολών, τα lingonberries είναι πλούσια και σε φυτικές ίνες. Οι φυτικές ίνες περνούν το μεγαλύτερο μέρος του εντέρου αδιάσπαστες και φθάνουν στο παχύ έντερο όπου και διασπώνται από τα βακτήρια της εντερικής μικροχλωρίδας. Κατά την διάσπαση τους παράγουν λιπαρά οξέα βραχείας αλύσσου (οξικό, προπιονικό, βουτυρικό, ισοβουτυρικό, βαλερικό και ισοβαλερικό οξύ) τα οποία είναι υπεύθυνα για μια σειρά ευεργετικών επιδράσεων στον οργανισμό. Έχει βρεθεί ότι το βουτυρικό οξύ προστατεύει ενάντια στον καρκίνο του παχέως εντέρου, ενώ για το προπιονικό οξύ έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί υπόστρωμα για την σύνθεση της γλυκόζης, μειώνει τα επίπεδα χοληστερίνης του ορού του αίματος και μειώνει την έκκριση ορεξιογόνων ορμονών.