Δεν είναι τυχαίο ότι η κιγχόνη είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Αμερικής και ιδίως του Περού, της Κολομβίας και της Βολιβίας. Οι ιθαγενείς Ίνκας γνώριζαν τις αντιπυρετικές ιδιότητες του φλοιού της κιγχόνης πριν ακόμα ανακαλυφθεί η Αμερική. Η σημασία της κιγχόνης διαφαίνεται και από το γεγονός ότι υπάρχει στο εθνόσημο του Περού.
Στη συνέχεια η χρήση των φλοιών του φυτού αυτού μεταφέρθηκε στην Ευρώπη από τους Ισπανούς εξερευνητές. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα απομονώθηκαν δύο δραστικά συστατικά της κιγχόνης, η κινίνη και η κινιδίνη. Αυτό έγινε το 1820 από τους Γάλλους επιστήμονες Πελετιέ και Καβεντίρ.
Οι φλοιοί της κιγχόνης χρησιμοποιούνται με τη μορφή διαφόρων σκευασμάτων (εκχυλίσματα, βάμματα, οίνος), ως αντιπυρετικά και ανθελονοσιακά, ως τονωτικά και ερεθιστικά της πέψης, κυρίως όμως για την απομόνωση των αλκαλοειδών κινίνης και κινιδίνης. Η κινίνη χρησιμοποιείται προληπτικά και θεραπευτικά κατά της ελονοσίας, ως αντιπυρετικό και ελαφρύ αναλγητικό σε μυαλγίες. Η κινιδίνη χορηγείται σε ταχυκαρδίες και αρρυθμίες της καρδιάς. Η παγκόσμια κατανάλωση κινίνης ανέρχεται σε 400-500 τόνους ετησίως.
Οι φαρμακευτικές ιδιότητες αυτού του φλοιού ήταν γνωστές εδώ και εκατοντάδες χρόνια στους Ινδιάνους Κέτσουα (‘Ινκα) του Περού και της Βολιβίας, που το χρησιμοποιούσαν ως γενικό αντιπυρετικό φάρμακο και κυρίως για τη θεραπεία της ελονοσίας. Οι Ινδιάνοι άλεθαν τον φλοιό του κορμού και έπιναν το αιώρημα της λαμβανόμενης σκόνης σε νερό, αφού προηγουμένως προσέθεταν γλυκαντικές ουσίες για να εξουδετερώσουν την εξαιρετικά πικρή γεύση του. Οι Ιησουίτες μοναχοί που ακολουθούσαν τους Ισπανούς στη Λατινική Αμερική έφεραν τον θαυματουργό φλοιό της κιγχόνης στην Ευρώπη γύρω στο 1600, όπου έγινε γνωστός ως Περουβιανός φλοιός. Η ονομασία του δέντρου προέρχεται από το όνομα της γυναίκας του Ισπανού Αντιβασιλέα του Περού, της Anna del Osorio, κόμισσας της Chinchon η οποία είχε προσβληθεί από ελονοσία.