Αυτό το μεσογειακό βότανο συγκαταλέγεται στα κορυφαία φυτά της γυναικείας γονιμότητας. Διεγείρει την υπόφυση και συμβάλλει στην παραγωγή και την ισορροπία των ορμονών.
Σύμφωνα με τη δρα Μέριλιν Γκλένιβιλ, συγγραφέα του βιβλίου “Natural solutions to infertility” (“Φυσικές λύσεις για την υπογονιμότητα”), η λυγαριά συμβάλλει στην αντιμετώπιση της δυσμηνόρροιας, της αμηνόρροιας, ρυθμίζει τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου όταν αυτός είναι πολύ βραχύς, παρέχει ανακούφιση από τη δυσμηνόρροια και αυξάνει την αναλογία των οιστρογόνων έναντι της προγεστερόνης, εξισορροπώντας τις υπερβολικές τιμές των οιστρογόνων.
Η δρ. Γκλένβιλ χορήγησε το βότανο σε μεγαλύτερες γυναίκες που είχαν υψηλές τιμές ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (ένδειξη ότι η εμμηνόπαυση πλησιάζει) και συνεπώς είχαν κριθεί ακατάλληλες για εξωσωματική γονιμοποίηση. Η λυγαριά μείωσε τις τιμές της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης, κι έτσι οι γυναίκες υποβλήθηκαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Η γονιμότητα των γυναικών που υποφέρουν από σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών θα ωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από τη λήψη της λυγαριάς.
Σε μια έρευνα στην οποία μετείχαν σαράντα οκτώ γυναίκες με πρόβλημα γονιμότητας που πήραν λυγαριά επί τρεις μήνες, οι επτά έμειναν έγκυες, ενώ είκοσι πέντε από αυτές εμφάνισαν φυσιολογικές τιμές προγεστερόνης, που είναι απαραίτητες για να λάβει χώρα η σύλληψη.
Ένα μειονέκτημα της λυγαριάς είναι ότι ενδέχεται να απαιτηθούν τρεις μήνες προτού γίνει εμφανής η δράση της.