Η μελάσσα είναι ένα σκουρόχρωμο γλυκό και παχύρρευστο υγρό που δημιουργείται κατά την κρυστάλλωση της ζάχαρης και που χρησιμοποιείται ευρέως στην παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών, στην παραγωγή ζύμης αρτοποιίας, ζωοτροφών . Επίσης, ύστερα από ζύμωση και απόσταξη της μελάσας παράγεται το γνωστό οινοπνευματώδες ποτό ρούμι. Η φυσική μελάσα από ζαχαροκάλαμο είναι πολύ πλούσια σε σίδηρο, κάλλιο και μαγνήσιο και ένα σωρό άλλα ιχνοστοιχεία. Λόγω του σιδήρου που περιέχει ανεβάζει τα επίπεδα όχι μόνο του σιδήρου, αλλά και του αιματοκρίτη και της φεριτίνης του οργανισμού μας στα φυσιολογικά της επίπεδα, πράγμα που καθιστά τη μελάσα ιδανική για άτομα με χαμηλό αιματοκρίτη. Χάρη στις πολυφαινόλες της, είναι εξαιρετικό αντιοξειδωτικό και μπορεί να βοηθήσει στη γενικότερη θωράκιση του οργανισμού μας. Ακόμη, λόγω του ασβεστίου που περιέχει συμβάλλει και στη μάχη κατά της οστεοπόρωσης.
Ως γλυκαντική ουσία, μπορεί να αντικαταστήσει τη ζάχαρη ή το μέλι. Περιέχει πολλά ανόργανα και οργανικά στοιχεία φυτικής προέλευσης, τα οποία είναι πλήρως αφομοιώσιμα και αβλαβή για τον οργανισμό. Περιέχει σίδηρο, ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο, νάτριο, φώσφορο, δηλαδή στοιχεία απαραίτητα για τον οργανισμό και αυτό την καθιστά ένα από τα καλύτερα φυσικά συμπληρώματα διατροφής. Η βρώσιμη μελάσα είναι ραφιναρισμένη, για αυτό και η γεύση της είναι πολύ πιο φίνα από της ακατέργαστης. Χρησιμοποιείται ως γλυκαντική ουσία, αντί της ζάχαρης ή του μελιού, γιατί έχει πολύ πιο χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (55), σε σχέση με τη λευκή ζάχαρη (65) ή το μέλι (50-75). Έτσι, μπορεί να ανακουφίσει τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς σχετικά με τους «γλυκούς πειρασμούς» στη ζωή ενός διαβητικού και να αποτελέσει έναν «γλυκό σύμμαχό» του. Η μελάσα, με την αργή μεταβολική αποδέσμευσή της, δεν ανεβάζει τα επίπεδα του σακχάρου. Τα σάκχαρα και η φρουκτόζη που περιέχει, λόγω του ότι λαμβάνονται στη φυσική τους μορφή, είναι πολύ εύκολα αφομοιώσιμα από τον οργανισμό, γι’ αυτό και μπορεί να συμπεριληφθεί στο διαιτολόγιο ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη..